συνθέλησις

συνθέλησις
-ήσεως, ἡ, Α
βλ. συνεθέλησις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεθέλησις — και συνθέλησις, ήσεως, ἡ, Α [συνεθέλω] 1. το να έχει κανείς την ίδια θέληση με κάποιον 2. (κατ επέκτ.) συγκατάθεση, έγκριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”